κεφαλαιωτός

κεφαλαιωτός
κεφαλαιωτός, -ή, -όν (ΑΜ) [κεφαλαιώ]
μσν.
κεφαλαιωτής*, αρχηγός
αρχ.
αυτός που έχει κεφάλι ή εξόγκωμα το οποίο μοιάζει με κεφάλι, κεφαλωτός («πράσου καρπὸς κεφαλαιωτοῡ», Διοσκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”